Η Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα ήταν μία ακόμη αποκάλυψη για μένα. Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά το 2013 (ήταν μια επίσκεψη οργανωμένη από τη δασκάλα μου στη γλυπτική Ευδοκία Παπουλή). Πραγματικά μου αποκαλύφθηκε ένας ολόκληρος κόσμος μέσα από τα έργα των Ελλήνων καλλιτεχνών όλων των τεχνών. Την ξαναεπισκέφτηκα το Δεκέμβριο του 2014 (οι φωτό είναι από εκείνη τη φορά) και νομίζω πως όσες φορές και αν επισκεφτώ αυτό το μαγευτικό σπίτι δεν θα "χορτάσω" τέχνη. Αν και είναι μέσα στα πόδια μας νομίζω πως πολύ λίγοι την έχουν επισκεφτεί. Ευκαιρία τώρα που ανοίγει ο καιρός για μια περιπλάνηση στα... μονοπάτια της ελληνικής τέχνης. Όχι τίποτε άλλο αλλά βλέποντας ξανά και ξανά όλα αυτά τα ιερά τέρατα μπορείς να επιβεβαιώνεσαι ως πολίτης μιας χώρας με τέτοια καλλιτεχνική -και όχι μόνο- ιστορία που δεν μπορούν να αντέξουν οι ώμοι μας! Αφορά την περίοδο από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις παραμονές της Δικτατορίας του 1967.
Αντιγράφω από το σάιτ του Μουσείου Μπενάκη:
Το κτήριο της οδού Κριεζώτου 3 ανήκε εξ ολοκλήρου στον αείμνηστο ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη από δωρεά του καλλιτέχνη ενόσω αυτός ακόμη ζούσε.
Το αρχικό κτήριο – ισόγειο και πέντε όροφοι – κτίστηκε με εντολή του Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου γύρω στο 1932 από τον Κωνσταντίνο Κιτσίκη, αρχιτέκτονα και καθηγητή στο Πολυτεχνείο, και αποτελεί τυπικό δείγμα αρχιτεκτονικής πολυκατοικίας του Μεσοπολέμου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας αποφάσισε να κατοικήσει μόνιμα στο κτήριο που ανήκε στην οικογένειά του. Για το σκοπό αυτό πρόσθεσε έναν επιπλέον όροφο, τη διαμόρφωση του οποίου επιμελήθηκε ο ίδιος με τη βοήθεια των μαθητών του στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, Αντώνη Κιτσίκη και Αλέξανδρου Παπαγεωργίου. Ήδη από την εποχή του το σπίτι της οδού Κριεζώτου προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στους αρχιτεκτονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους και παρουσιάστηκε σε ελληνικά και ξένα περιοδικά αρχιτεκτονικής.
Στο ειδικά διαμορφωμένο ευρύχωρο και φωτεινό δώμα του έκτου όροφου εγκατέστησε το εργαστήριο και τη βιβλιοθήκη του, ενώ χρησιμοποιούσε τον πέμπτο όροφο για κατοικία. Εκεί έζησε και δημιούργησε ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας επί σαράντα συνεχή χρόνια ως το θάνατό του, το Σεπτέμβριο του 1994. Οι χώροι αυτοί διατηρούνται μέχρι σήμερα όπως τους είχε ο ίδιος οργανώσει και διακοσμήσει.
Η Πινακοθήκη παρέμεινε κλειστή από το 2005 λόγω εργασιών για τη συντήρηση και την ανάπλαση των χώρων του κτηρίου, η μελέτη της οποίας έγινε από τον αρχιτέκτονα Παύλο Καλλιγά. Μετά την αποπεράτωσή τους μόνιμα εκθέματα παρέμειναν η κατοικία, το εργαστήρι του καλλιτέχνη και η πινακοθήκη των έργων του, ενώ οι υπόλοιποι ελεύθεροι χώροι διατέθηκαν για την ανάδειξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας της Ελλάδας σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή, από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις παραμονές της Δικτατορίας του 1967, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα το κλίμα μέσα στο οποίο ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας έζησε και διαμόρφωσε τις καλλιτεχνικές του αντιλήψεις.